Κυνηγάς τα όνειρα τ' άπιαστα μα του χρόνου γυρνάνε οι κλεψύδρες και ξυπνάς βουτηγμένος σε κλάματα όταν όλα έχουν γίνει ρυτίδες. Ψάχνεις το άλλο, το ξένο, το άγνωστο τη σημαία σηκώνεις και φεύγεις μα η ψυχή σου δε φτάνει το άβατο τι είναι αυτό που στ' αλήθεια γυρεύεις; Σ' ένα δρόμο βαδίζεις μονάχος σου όλοι γύρω ύποπτα σε κοιτάνε τους φωνάζεις, καλείς για βοήθεια μα το μόνο που ξέρουν-χτυπάνε. Την αλήθεια αντικρύζεις κατάματα εκείνη που κάπου βαθιά σου φοβάσαι τις πληγές δεν τις κλείνουν τα ράμματα και δε μπορείς ήσυχος να κοιμάσαι. Μα είναι θάλασσα η δύναμη μέσα σου να θυμάσαι κάθε λίγο όταν πέφτεις κύμα σηκώνει μέσα στις φλέβες σου στην ακτή να σε βγάλει ν' αντέχεις!