Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η Σονάτα του Σεληνόφωτος


[Ανοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σ'έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ'τα δυό παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει εκδώσει δυό-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα Μαύρα μιλάει στον νέο]:

Άφησέ με ναρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι,- δε θα φαίνεται
που ασπρίσαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησέ με ναρθω μαζί σου.

Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια- δε θέλω να τ' ακούσω. Σώπα.

Άφησέ με ναρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου,
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια και αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη και άυλη
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ' η φθορά του.
Άφησέ με ναρθω μαζί σου.

Θα καθήσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φανταστούμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακουώ το θόρυβο του φουστανιού
μου
σαν το θόρυβο δυό δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ' αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κ' έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
κι ούτε έχει σημασία που ασπρίσαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου- η λύπη μου
είναι που δεν ασπρίζει κ' η καρδιά μου).
Άφησέ με ναρθω μαζί σου.

Το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα,
μονάχος στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησέ με ναρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει-
θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου απ' την κρεμάστρα στο σκο-
τεινό διάδρομο
όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ' τα γόνατά της
ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά,
ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.

Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή- όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση
δυσπιστία-
λέω για την πολυθρόνα, πολύ αναπαυτική, μπορούσες ώρες ολόκληρες
να κάθεσαι
και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό, τι τύχει
-μιαν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι,
πιο στιλβωμένη απ' τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα δίνω
στο στιλβωτήριο της γωνιάς,
ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος λικνισμένο απ' την ίδια
του ανάσα,
τριγωνικό πανί σα μαντήλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δυό
σα να μην είχε τίποτα να κλείσει ή να κρατήσει
ή ν' ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό. Πάντα μου είχα μανία με τα
μαντήλια,
όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούς με το
λιόγερμα
ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το σκουφί που φοράνε οι εργάτες
στ' αντικρυνό γιαπί
ή να σκουπίζω τα μάτια μου,- διατήρησα καλή την όρασή μου·
ποτέ μου δε φόρεσα γυαλιά. Μια απλή ιδιοτροπία τα μαντήλια.

Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξη
ν' απασχολώ τα δάχτυλά μου. Και τώρα θυμήθηκα
πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο
με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δυό ξανθές πλεξούδες
-8, 16, 32, 64,-
κρατημένη απ'το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς όλο φως και
ροζ λουλούδια,
(συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια- κακή συνήθεια)- 32, 64,-
κ' οι δικοί μου στήριζαν
μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο. Λοιπόν, σούλεγα για την
πολυθρόνα-
ξεκοιλιασμένη- φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα-
έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,
μα που καιρός και λεφτά και διάθεση- τι να πρωτοδιορθώσεις;-
έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, - φοβήθηκα
τ' άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. Εδώ κάθησαν
άνθρωποι που ονειρεύτηκαν μεγάλα όνειρα, όπως κ' εσύ κι όπως κ' ε-
γώ άλλωστε,
και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ' το χώμα δίχως να ενοχλούνται απ'
τη βροχή ή το φεγγάρι.
Άφησέ με ναρθω μαζί σου.

Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας του Αη-Νι-
κόλα,
ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κ' εγώ θα γυρίσω πίσω
έχοντας στ' αριστερό πλευρό μου τη ζέστα απ' το τυχαίο άγγιγμα του
σακκακιού σου
κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα
κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ' το φεγγάρι πουναι σα μια μεγάλη συ-
νοδεία ασημένιων κύκνων-
και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ
πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα άλλοτε με το Θεό που μου εμ-
φανίστηκε
ντυμένος την αχλύ και τη δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος,
και πολλούς νέους, πιο ωραίους κι από σένα ακόμη, του εθυσίασα,
έτσι λευκή και απρόσιτη ν' ατμίζομαι μες στη λευκή μου φλόγα, στη
λευκότητα του σεληνόφωτος,
πυρπολημένη απ' τ' αδηφάγα μάτια των αντρών κι απ' τη δισταχτι-
κήν έκσταση των εφήβων,
πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμμένα σώματα,
άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο,
στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν ταβλεπα)
μέτωπα, χείλη και λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα και μάτια,
στέρνα και μπράτσα και μηροί (κι αλήθεια δεν ταβλεπα)
-ξέρεις, καμμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς ό, τι θαυμάζεις,
σου φτάνει ο θαυμασμός σου,-
θε μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν σε μιαν αποθέωση αρνη-
μένων άστρων
γιατί, έτσι πολιορκημένη απ' έξω κι από μέσα,
άλλος δρόμος δε μούμενε παρά μονάχα προς τα πάνω ή προς τα κάτω.
-Όχι, δε φτάνει.
Άφησέ με ναρθω μαζί σου.

Το ξέρω η ώρα πια είναι περασμένη. Άφησέ με,
γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια,
έμεινα μόνη,
ανένδοτη, μόνη και πάναγνη,
ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη,
γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού,
στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μείνουνε σα λαξευμένοι σε άμεμπτο
μάρμαρο
πέρα απ' τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα πολύ. Δε φτάνει.
Άφησέ με ναρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.
Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.
Πρέπει πάντα να προσέχεις, να προσέχεις,
να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ
να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες
να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου
να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ' το δοκάρι που κρέμασε.
Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δεν τολμάς να τ' ανοίξεις.
Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.
Άφησέ με ναρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι, παρ΄όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει.
Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του
να ζει απ' τους νεκρούς του
να ζει απ' τη βεβαιότητα του θανάτου του
και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του σ' ετοιμόρροπα κρεββάτια
και ράφια.
Άφησέ με ναρθω μαζί σου.

Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω, μες στην άχνα της βραδιάς,
είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλητη,
κάτι θα τρίξει,- ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,
κάποια βήματα ακούγονται,- δεν είναι δικά μου.
Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα,-
η μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα,-
κι αν κάνεις να κοιτάξεις σ' αυτόν 'η στον άλλον καθρέφτη,
πίσω απ' την σκόνη και τις ραγισματιές,
διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,
το πρόσωπό σου που άλλο δεν ζήτησες στη ζωή παρά να το κρατήσεις
καθαρό κι αδιαίρετο.
Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο
σαν κυκλικό ξυράφι- πώς να το φέρω στα χείλη μου;
όσο κι αν διψώ,- πώς να το φέρω;- Βλέπεις;
έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις,- αυτό μου απόμεινε,
αυτό με βεβαιώνει ακόμη πως δε λείπω.
Άφησέ με ναρθω μαζί σου.

Φορές- φορές, την ώρα που βραδιάζει, έχω την αίσθηση
πως έξω απ' τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης με τη γριά βαρειά
του αρκούδα
με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο
ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο
και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο και δεν τ' αφή-
νουν πια να βγουν έξω
μ' όλο που πίσω απ' τους τοίχους μαντεύουν το περπάτημα της γριάς
αρκούδας-
κ' η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,
μην ξέροντας για που και γιατί-
έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια
δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της να διασκεδάζει τα
παιδιά, τους αργόσχολους, τους απαιτητικούς,
και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα
αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας λετσι το τελευταίο
παιχνίδι της,
δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,
την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων, στους κρίκους των
χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,
την ανυπακοή της στον πόνο και στην ζωή
με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου- έστω κ' ενός αργού θανάτου-
την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση
της ζωής
που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ' τη σκλαβιά της.

Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;
Κ' η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται
υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,
χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλη της στις πενταροδεκάρες που της
ρίχνουνε τα ωραία κι ανυποψίαστα παιδιά
(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)
και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε
το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ, ευχαριστώ.
Άφησέ με ναρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα
είναι σαν το βυθό της θάλασσας. Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν
σα στρογγυλά, μεγάλα μάτια απίθανων ψαριών,
τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,
φύκια κι όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου- δεν μπορώ να τα ξε-
κολλήσω ύστερα,
δεν μπορώ ν' ανέβω πάλι στην επιφάνεια-
ο δίσκος μού πέφτει απ΄τα χέρια άηχος, - σωριάζομαι-
και βλέπω τις φυσαλίδες απ' την ανάσα μου ν' ανεβαίνουν, ν' ανεβαί-
νουν
και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντάς τες
κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και βλέπει
αυτές τις φυσαλίδες,
τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;

Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί, στο βάθος
του πνιγμού,
κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά και μελλούμενα,
μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,
μιαν ευτυχία, μια μέθη, κ' ενθουσιασμόν ακόμη,
κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια·
μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω-όχι, τα δίνω·
μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν- πάντως εγώ τα
δίνω.
Άφησέ με ναρθω μαζί σου.

Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.
Τούτο τον άστατο καιρό, όσο ναναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.
'Εχει υγρασία τα βράδια,
και το φεγγάρι
δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;

Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο-τί δυνατό το στήθος σου,
-τι δυνατό το φεγγάρι,- η πολυθρόνα, λέω- κι όταν σηκώνω το
φλιτζάνι απ'το τραπέζι
μένει από κάτω μια τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μου ε-
πάνω
να μην κοιτάξω μέσα,- αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του·
και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου- μην κοιτάξεις, μην κοι-
τάχτε,
ακούστε με που σας μιλάω- θα πέσετε μέσα.  Τούτος ο ίλιγγος
ωραίος, ανάλαφρος- θα πέσεις,-
ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,
ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές- δεν τις ακού-
τε;

Βαθύ- βαθύ το πέσιμο,
βαθύ- βαθύ το ανέβασμα,
το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ' ανοιχτά φτερά του,
βαθειά- βαθειά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής,-
τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης, όπως ταλαντεύεσαι μες στο ί-
διο σου το κύμα,
ανάσα ωκεανού. Ωραίος, ανάλαφρος
ο ίλιγγος τούτος,- πρόσεξε, θα πέσεις. Μην κοιτάς εμένα,
 εμ'ενα η θέση μου είναι το ταλάντευμα- ο εξαίσιος ίλιγγος. Έτσι κά-
θε απόβραδο
έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.

Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι για καμμιάν ασπιρίνη,
άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου
ν' ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο που κάνουν οι σωλήνες
του νερού,
ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ' ετοιμάζω δυό- ποιός να τον πιει τον άλλον;-
αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει
ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας απ' το παράθυρο τον πρά-
σινο γλόμπο του φαρμακείου
σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου που έρχεται να με πάρει
με τα μαντήλια μου, τα στραβοπατημένα μου παπούτσια, τη μαύρη
τσάντα μου, τα ποιήματά μου,
χωρίς καθόλου βαλίτσες- τί να τις κάνεις;
Άφησέ με ναρθω μαζί σου.

Α, φεύγεις; Καληνύχτα. όχι, δε θαρθω. Καληνύχτα.
Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ.Γιατί, επιτέλους, πρέπει
να βγω απ' αυτό το τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία,- όχι, όχι το φεγγάρι-
την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάμα-
του,
την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της
την πολιτεία που όλους μας αντέχει στη ράχη της
με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας
με τις φιλοδοξίες, την άγνοιά μας και τα γηρατειά μας,-
ν' ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας,
να μην ακούω πια τα βήματά σου
μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

(Το δωμάτιο σκοτενιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θάκρυψε το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μια πολύ γνωστή μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η <Σονάτα του Σεληνόφωτος>, μόνο το πρώτο μέρος. Ο Νέος θα κατηφορίζει τώρα μ' ένα ειρωνικό κ' ίσως ένα συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ' ένα συναίσθημα απελευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον Αη- Νικόλα, πριν κατέβει τη μαρμάρινη σκάλα, θα γελάσει,- ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δεν θ' ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω απ' το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο ναναι το ότι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και θα πει : <Η παρακμή μιας εποχής>. Έτσι, ολότελα ήσυχος πια, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του. Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά απ' το σπίτι. Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνιές του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή, όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; Το ραδιόφωνο συνεχίζει).

Γιάννης Ρίτσος, Η Σονάτα του Σεληνόφωτος,1956


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Και χρωστάμε στη διάρκεια μιας λάμψης την πιθανή ευτυχία μας

Oli McAvoy ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (XV) Τα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολύν άνεμο για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανεπαίσθητους συριγμούς, ν'ακριβολογώ μες στα μυστήρια. Μια γλώσσα όπως η ελληνική όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη και άλλο πράγμα ο έρωτας. Άλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα. Άλλο η πίκρα και άλλο το μαράζι. Άλλο τα σπλάχνα και άλλο τα σωθικά. Με καθαρούς τόνους, θέλω να πω,που -αλίμονο-τους αντιλαμβάνονται ολοένα λιγότερο αυτοί που ολοένα περισσότερο απομακρύνονται από το νόημα ενός ουράνιου σώματος που το φως του είναι ο αφομοιωμένος μας μόχθος,έτσι καθώς δεν παύει να επαναστρέφεται κάθε μέρα όλος θάμβος για να μας ανταμείψει. Θέλουμε-δε θέλουμε, αποτελουμε το υλικό μαζί και το όργανο μιας αέναης ανταλλαγής ανάμεσα σ'αυτο που μας συντηρεί και σ'αυτο που του δίνουμε για να μας συντηρεί: το μαύρο,που δίνουμε, για να μας αποδοθεί λευκό, το θνησιμαίο,αείζωο. Και χρωστάμε στην διάρκεια μιας λάμψη

Να λες ουρανός!

"Να λες ουρανός και ας μην είναι."                                                                                                                     Γιάννης Ρίτσος

Το ασημένιο μονοπάτι

"Στάθηκε στο παράθυρο της παιδικής του κάμαρας και κοίταξε την Αραβική Θάλασσα. Είχε σχεδόν πανσέληνο · το φεγγαρόφωτο, όπως απλωνόταν απ' τα βράχια που δέσποζαν πάνω απ' το Δρόμο των Σκανδάλων, δημιουργούσε την ψευδαίσθηση ενός ασημένιου μονοπατιού, ενός δρόμου που οδηγεί σε μια χώρα μαγική. Κούνησε το κεφάλι · δεν πίστευε πια στα παραμύθια. Η παιδική ηλικία είχε παρέλθει,και η θέα απ' το παράθυρο δεν ήταν πια παρά ένας παλιός και συναισθηματικός απόηχος. Στο διάβολο να πάει!Ας έρθουν οι μπουλντόζες. Αν το παλιό αρνείται να πεθάνει, δεν μπορεί να γεννηθεί το νέο." Σατανικοί Στίχοι, Σαλμάν Ρούσντι